14/1/10

ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Μουσική από το Βορειοανατολικό Αιγαίο

Επιστημονική επιμέλεια/κείμενα
/επιλογή ηχητικού υλικού: Θεοφάνης Α. Σουλακέλλης
Επιμέλεια έκδοσης: Άννα Καραπάνου
Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων 2009
96 σελ., τιμή 50.00 €, έκπτωση 10%
Τελική τιμή 45.00


Πρόκειται για τον τρίτο τόμο της εκδοτικής σειράς Μουσικός Χάρτης του Ελληνισμού. Στο λεύκωμα παρουσιάζεται η μουσική πορεία των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου ανά τους αιώνες, σαν γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Με θαυμαστό τρόπο, τα νησιά αυτά κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη μουσική τους γλώσσα, αντιμετωπίζοντας με φαντασία και έμπνευση το καινούριο, αλλά και διαφυλάσσοντας με σεβασμό το πατροπαράδοτο. Στους τέσσερις ψηφιακούς δίσκους (CDs) που συνοδεύουν την έκδοση καταγράφονται τραγούδια αργά και γοργά με ποικίλη θεματολογία (κύκλος της ζωής, κύκλος του χρόνου και άλλα), τραγούδια εγχώρια αλλά και επείσακτα που έγιναν κτήμα των νησιωτών. Το λεύκωμα πλαισιώνεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.

Μουσικοί και χορευτές στην Αγιάσο

«Η πλούσια μουσική και ορχηστική παράδοση των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου παρουσιάζει ιδιαιτερότητες όσον αφορά την ποιητική γλώσσα, το μουσικό περιεχόμενο και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη μουσική εκτέλεση. Ο τρόπος με τον οποίο παίζεται ένας ρυθμός ποικίλλει από τόπο σε τόπο, ακόμη και από χωριό σε χωριό της ίδιας επαρχίας. Το τοπικό χρώμα, επίσης, αποδίδεται τόσο από τον τραγουδιστή και τα σολιστικά ή τα συνοδευτικά μουσικά όργανα, όσο και από το σύνολο, την κομπανία, που και αυτή διαφέρει από τόπο σε τόπο.

Εξετάζοντας προσεκτικά τα μουσικά ιδιώματα της περιοχής από γραπτές έντυπες συλλογές και ακούγοντας τραγούδια από ηχητικές καταγραφές, μπορούμε να πούμε ότι οι θαλασσινοί δρόμοι λειτούργησαν δραστικά: πήραν, έφεραν, διασταύρωσαν, διακλάδωσαν μουσικές πληροφορίες. Το ταξίδι μακρύ από και προς το Αιγαίο, ταξίδεψαν στα δυτικά παράλια της Μικρασίας και πέρασαν, όπως φαίνεται, και στην Προποντίδα.

Κατά συνέπεια, στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, εκτός από τα «πανελλήνια» τραγούδια, συναντάμε κι άλλα τα οποία δίνουν την εντύπωση επιτόπιων ασμάτων και που, λόγω της γειτνίασης των τόπων με την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, χρειάζονται προσεκτική εξέταση, για να διαπιστωθεί η πραγματική προέλευσή του...»

(Θεοφάνης Α. Σουλακέλλης
Απόσπασμα από
Το βορειοανατολικό
Αιγαίο και οι μουσικές του
, σελ. 31)

Γαμήλια πατινάδα στο Δαφνώνα της Χίου. Από αριστερά: κωνσταντίνος Κάμπουρας (βιολί) και Κωνσταντίνος Γιασεμής (βιολί), Στέφανος Νεαμονιτάκης (κλαρίνο), Κωστής Ρισκάκης (ούτι), Μανώλης (ακορντεόν). Αρχές δεκαετίας 1950

«Τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου είναι αρκετά μεγάλα σε έκταση ώστε να διαθέτουν δικό τους, το καθένα, μουσικό και ποιητικό χαρακτήρα, διαφορετικό από εκείνο των άλλων νησιών του Αρχιπελάγους. Ωστόσο ανήκουν σε διαφορετική φυλετική και γλωσσική κατηγορία. Αιολείς οι Μυτιληνιοί και εν μέρει οι Σαμιώτες, Ίωνες οι Χιώτες. Τη γλωσσική διαφορά ακολουθεί και διαφορετική γλωσσική προσωδία που εκφράζεται με διαφοροποίηση στη μουσική και το χορό. Κοινό γνώρισμα των κατοίκων τους είναι η αγάπη προς τη μουσική και την ποίηση, η ευχέρεια στην αρμογή του στίχου και της μελωδίας και το πάθος για το γλέντι και το χορό.

Το πρώτο ρεμπέτικο μουσικό σύνολο στην Αγιάσο.
Ελευθέριος Καλέλλης (τρίχορδο μπουζούκι),
Βασίλειος Βαγιάνας (κιθάρα)

[…] Η μουσικοχορευτική παράδοση της Λέσβου, ανταποκρινόμενη στον ατίθασο χαρακτήρα των Λεσβίων, περιλαμβάνει βαρείς χορούς, ζεϊμπέκικα και καρσιλαμάδες, και κατά κύριο λόγο κασάπικα, συρτούς και μπάλλους.

Στη Λήμνο, τοπικοί σκοποί όπως ο κεχαγιάδικος, το μπρος πίσω, το πάτημα, ο Παναγιά χορός και άλλοι συνυπάρχουν με τα μουσικά μέλη που έφεραν πρόσφυγες από το Ρεΐς-Ντερέ (Μικρά Ασία) και την Κούταλη (Προποντίδα).

Συρτοί και μπάλο, αποκριάτικοι δετοί ή σταυρωτοί και διπλοί, ο καθαρά τοπικός τρίπατος των Νενήτων, όλοι σε ρυθμό δακτυλικών ποδών, με τα δευτερεύοντα σε συχνότητα χρήσης κασάπικα, καλαματιανά, πατητούς, και καρσιλαμάδες, αποτελούν το κύριο γνώρισμα της χιώτικης μουσικής παραγωγής, η οποία ανταποκρίνεται στον ήπιο και μαλακό χαρακτήρα των Χιωτών.

Αποκριάτικο δρώμενο της τράτας στην Αγιάσο

Τη συνέχεια της μουσικής δημιουργίας και πράξης μέσα στους αιώνες, από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας, αναδεικνύουν επίσης, ενδεικτικά τα παρακάτω. Στα νησιά Λέσβο και Σάμο, μέχρι και σήμερα, η εκκλησιαστική τελετή της ευλογίας της θυσίας των ταύρων συνοδεύεται από τραγούδια και χορούς. Τη Μεγάλη Παρασκευή γυναίκες θρηνούν γύρω από τον Επιτάφιο, όπως μοιρολογούν τους νεκρούς. Μητέρες νανουρίζουν ακόμη τα μωρά τους και ορισμένα παιδιά επικαλούνται, όπως παλαιότερα, τον ήλιο στα παιχνίδια τους. Στη Λήμνο, οι πρόσφυγες μεταφέρουν ιστορίες παλιές, για το νεκρό αδελφό, για τη Σούσα και για το Γιάννο με τη Μαριγώ, θέματα που απλώνονται από τα παράλια της Μικράς Ασίας στον ελλαδικό χώρο, στον ευρύτερο βαλκανικό και στην Κάτω Ιταλία. Στη Χίο ακούγεται συχνά της Ωριας το κάστρο, στις Οινούσσες λόγια για της αγάπης το βοτάνι και το σκοπό της Σίνας. Στα Ψαρά ο επισκέπτης επιβιβάζεται στα καράβια, συμμαχητής με τους ντόπιους, για της Αττάλειας τα νερά.»

(Θεοφάνης Α. Σουλακέλλης
Απόσπασμα από
Μουσικά ιδιώματα
και τοπικά χαρακτηριστικά
, σελ. 32-33)

12/1/10

ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 1821-1919

Ευάγγελος Λιβιεράτος

Χαρτογραφικές Περιπέτειες
της Ελλάδας 1821-1919
Με αφορμή ένα χειρόγραφο
του Κωνσταντίνου Νίδερ (1898)

Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό
και Ιστορικό Αρχείο 2009
286 σελ., τιμή 30.00 €, έκπτωση 10%
Τελική τιμή 27.00


«…Η έλλειψη μιας χαρτογραφικά τεκμηριωμένης και δημόσια εγγυημένης γνώσης του γεωχώρου της ελεύθερης ελληνικής επικράτειας (από τα μικρά της όρια του 1830 μέχρι τα μεγαλύτερα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και τα ακόμη μεγαλύτερα των αρχών του 20ού), ως προαπαιτούμενη κρατική υποδομή για μια μεγάλη και σοβαρή πολιτική γης, όπως συνέβη παντού πολύ πριν στην Ευρώπη, ήταν πάντα μια "μαύρη τρύπα" για τη χώρα, που απέτρεπε την ομαλή εξέλιξη στην ανάπτυξή της.

Ο χάρτης της Ελλάδας από τις σημειώσεις του αββά Baudrand (1716), σχεδιασμένος από τον βασιλικό γεωγράφο Jaillot.
Συλλογή Μ. Σαμούρκα

Αντίθετα, αν η Ελλάδα είχε μπορέσει από την αρχή της κρατικής της υπόστασης να προχωρήσει στην οργανωμένη χαρτογράφηση της επικράτειάς της, όπως τουλάχιστον φαίνεται ρητά μια τέτοια επιδίωξη στις πρώτες φροντίδες του Καποδίστρια (πριν ακόμη έλθει στην Ελλάδα να αναλάβει την διακυβέρνηση), αλλά και κατά την πρώιμη οθωνική περίοδο, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν ευεργετικό για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική χειραφέτησή της, όπως άλλωστε και η σχετική διεθνής εμπειρία είχε δείξει πριν αιώνες. Θα είχε τότε επιτευχθεί μια άλλη πολιτική, στην οποία η καταγραφή και η τεκμηρίωση του γεωχώρου θα μπορούσε με επιστημονική εγκυρότητα να σχετιστεί θετικά με την αντιμετώπιση και λύση του αιώνιου προβλήματος των γαιών, του μείζονος αυτού ζητήματος που καταδυνάστευσε το νεοελληνικό κράτος από την αρχή του βίου του και συνεχίζει να το δεσμεύει ακόμη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Το οθωνικό διάταγμα Περί κτηματολογίων
του 1836

Εάν η χώρα είχε αποκτήσει έγκαιρα μια τέτοια πολιτική χαρτογράφησης, δηλαδή μια πολιτική συστηματικής αποτύπωσης και απεικόνισης του γεωχώρου, η ευρύτερη κουλτούρα της εθνικής χαρτογράφησης θα λειτουργούσε ως ένα σημαντικό εργαλείο όχι μόνο στον σχεδιασμό, τον προγραμματισμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση των λειτουργιών και της αποδοτικότητας του κράτους, σε σχέση με τα τόσο σοβαρά ζητήματα των γαιών, αλλά και ως μια ευρύτερη παρέμβαση, ανάμεσα σε άλλα, και στην πολλαπλά ευεργετική γεωγραφική διαπαιδαγώγηση των νεοελλήνων.

Ο «εθνοκρατικός» χάρτης μεγάλων διαστάσεων (1,50x1,86 μέτρα) του Kiepert Πίναξ των ελληνικών χωρών μετά των παρακειμένων αλβανικών, σλαυϊκών και ρουμανικών. Εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1878 και μαζί με μικρότερους πίνακες συνόδευσε τα ελληνικά αιτήματα στο Συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούλιο του 1879. ΕΛΙΑ

Όμως, το νεοελληνικό κράτος δεν άσκησε μια τέτοια πολιτική. Μια πολιτική που θα στόχευε στη γνώση του γεωχώρου της επικράτειας και στη γεωεποπτική αυτάρκεια του κρατικού μηχανισμού. Αντίθετα το πρόβλημα της ανυπαρξίας πολιτικής χαρτογραφήσεων για την καταγραφή και τεκμηρίωση του γεωχώρου, μέσω της αποτύπωσης και της απεικόνισής του, εξακολουθεί να καταταλαιπωρεί μέχρι σήμερα το κράτος και την κοινωνία χωρίς, φοβάμαι, να γίνεται ακόμη κατανοητό στις ουσιαστικές πολύπτυχες διαστάσεις του από τους κυβερνώντες και το πολιτικό σύστημα, αλλά ίσως και από τους ιστορικούς μας. Για πολλούς μάλλον λόγους, στους οποίους θα μπορούσε να προταθεί το "άυλο", "το μη χειροπιαστό", της υφής των χαρτογραφήσεων, αλλά και το γενικότερο μορφωτικό έλλειμμα που βαραίνει τη συλλογική μας γεωγραφική και χαρτογραφική κουλτούρα πολλούς αιώνες πριν το 1821…»

(Ευάγγελος Λιβιεράτος
από την εισαγωγή του βιβλίου)



Ο Κωνσταντίνος Νίδερ γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1865, γιος του φιλέλληνα βαυαρού στρατιωτικού γιατρού Φραγκίσκου Ξαβερίου Νίδερ (1812-1897), ο οποίος επέλεξε για να ζήσει το Μεσολόγγι και όχι την Αθήνα της βαυαρικής Αυλής. Βασικό στέλεχος των γεωδαιτικών και χαρτογραφικών εργασιών του Γεωδαιτικού Αποσπάσματος υπό τον Hartl, ο Κωνσταντίνος Νίδερ παίρνει μέρος σε όλους τους πολέμους της Ελλάδας μέχρι το 1923, όταν αποστρατεύεται οριστικά, με αίτησή του, με τον βαθμό του αντιστράτηγου, σε ηλικία 58 ετών. Μετά την αποστράτευσή του, διατελεί το 1926 αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του Προέδρου της Δημοκρατίας και υφυπουργός των Στρατιωτικών το 1925-26. Πεθαίνει στην κατοχική Αθήνα το 1943 σε ηλικία 78 ετών.



Ο Ευάγγελος Λιβιεράτος είναι από το 1979 καθηγητής της ανωτέρας γεωδαισίας και χαρτογραφίας στην πολυτεχνική σχολή του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκε με ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Σουηδία, τη Γερμανία, την Ολλανδία και την Ιταλία και είναι σήμερα πρόεδρος της επιτροπής της Διεθνούς Χαρτογραφικής Ένωσης (ICA) για τις ψηφιακές τεχνολογίες στη χαρτογραφική κληρονομιά και εκδότης του διεθνούς διαδικτυακού περιοδικού e-Perimetron για τις επιστήμες και τεχνολογίες τις σχετιζόμενες με την ιστορία της χαρτογραφίας και των χαρτών.

5/1/10

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ

Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989

Επιμέλεια: Νίκη Γρυπάρη, Μαρίνα Γερουλάνου,
Τάσος Σακελλαρόπουλος
Επιμέλεια κειμένων: Ουρανία Ιορδανίδου
Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη -
Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη
2009, 405 σελ., τιμή 60.00 €, έκπτωση 10%
Τελική τιμή 54.00


Πρόκειται για τον κατάλογο της πρώτης αναδρομικής έκθεσης έργων του Γιάννη Τσαρούχη στην Αθήνα, η οποία πραγματοποιείται στο Μουσείο Μπενάκη (18/12/2009 – 14/3/2010), σε συνεργασία με το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη και το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τραπέζης Κύπρου, με αφορμή την συμπλήρωση εκατό χρόνων από την γέννηση του καλλιτέχνη. Δεδομένου ότι η έκθεση φιλοδοξεί να δώσει μια συνολική εικόνα του έργου του καλλιτέχνη, στο εκθεσιακό υλικό περιλαμβάνεται ένας μεγάλος αριθμός ζωγραφικών έργων και σκηνογραφικών μακετών, τα οποία συγκεντρώθηκαν από ιδρύματα, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Οι τέσσερις εποχές, 1969
Λάδι σε πανί, 156,5 x 295 εκ.
Ιδιωτική συλλογή

Προσεγγίζοντας με σεμνή αναίδεια
τη ζωή και το έργο του Γιάννη Τσαρούχη
Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος
(από την εισαγωγή του καταλόγου)

«…Ο Τσαρούχης αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως δυνητικό "δάσκαλο ψυχών για ένα καλύτερο τρόπο ζωής", επειδή ιδεολογικά, ψυχοδιανοητικά, είχε διαμορφωθεί με τα ιδανικά ─θα ήταν ακριβέστερο να θεωρήσουμε ότι είχε μυηθεί σ’ αυτά─ εκείνου του ευάριθμου κύκλου καλλιτεχνών και διανοουμένων, που εμφορούνταν από τις κινηματικές ρεφορμιστικές, όσο και ουτοπικές, φυσιολατρικές αναζητήσεις του τέλους του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα, οι οποίες επιδίωκαν την αλλαγή της ζωής, την επιστροφή σε κοινοτικούς τρόπους ζωής μέσα στη φύση, τη χορτοφαγία, την ηθική απελευθέρωση, τον ελευθεριακό έρωτα, την κοινοκτημοσύνη και την επιστροφή στη χειροτεχνία και σε άλλες πρακτικές ζωής, νοημένες και νοηματοδοτημένες από ένα πλαίσιο μυστικιστικών βιοθεωριών, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, βαθύτατα επηρεασμένων απ’ ότι ο Herman Hesse θα περιέγραφε ως Ταξίδι στην Ανατολή· το μυητικό δελφικό πνευματικό κέντρο της Γης του Σικελιανού, οι ελληνικοί χιτώνες και η αναβίωση του αρχαίου δράματος της Εύας Palmer, οι συνεργατικές ομάδες της χειροτεχνικής παραγωγής και το Ελληνικό Σπίτι της Χατζημιχάλη, η ανακάλυψη και η επιστροφή στις αρχές της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και το 3ο Mάτι του Πικιώνη, η ορφική μυστικιστική αφαιρετικότητα και η βαθιά σιωπή του Παρθένη, και ακόμα η αποκαλυπτική εμπειρία της φωνής του Καραγκιόζη μέσα στη νύχτα, φωνή του Πανός και των Σατύρων, του Διός και του Αριστοφάνη, που, όπως γράφει ο Τσαρούχης, ερχόταν σ’ όλη μου τη ζωή, σαν ένας έλεγχος θείου δαιμονίου, ήταν οι μορφές με τις οποίες βιώθηκε και εν μέρει υλοποιήθηκε η ουτοπία εκείνου του ταξιδιού που ο καθένας τους είχε ορίσει για τον εαυτό του.

Η ξεχασμένη φρουρά (αριστερό κομμάτι), 1956
Λάδι σε πανί, 210 x 145 εκ.
Συλλογή Δ. Ν. Π.

[…] Υπήρξε ζωγράφος και λειτουργούσε, εκ των πραγμάτων, διαφωτιστικά, ενώ ποθούσε το άρρητο και το μυστικό· έλεγε ότι η τέχνη, η ζωγραφική, όφειλε να "ξεπεράσει τα όρια" του θεοσεβούμενου ανθρώπου, να πατήσει στο άδυτο, το "ιερό μέρος", να φτάσει ─αψηφώντας τη "θεϊκή τιμωρία"─ στην ύβριν. Φανταζόταν, με ρομαντική έμπνευση, ότι η ζωγραφική του Πολυγνώτου και του Αγαθάρχου από τη Σάμο είχε, πράγματι φτάσει σ’ αυτή την υπεράνθρωπη τελειότητα και γι’ αυτό ─από τιμωρία θεϊκή─ η αρχαία ελληνική ζωγραφική, η πιο μεγάλη, η μοναδική, η μόνη, όπως γράφει, είχε ολοσχερώς καταστραφεί. Όρισε έτσι αυτή τη ζωγραφική και ευρύτερα τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό ως ύβρη θεοσεβούμενων ανθρώπων που συνδύασαν την τόλμη που ξεπερνά κάθε όριο με την πειθαρχία του θρησκευόμενου ασκητή.

Γυμνό ξαπλωμένο σε σεντόνι καρεδωτό, 1937
Χρωστικές σκόνες με ζωική κόλλα σε χαρτί, 50 x 150 εκ.
Ιδιωτική συλλογή

Έχοντας αυτό το αντιφατικό ιδανικό, να είναι και ο ίδιος παράτολμος ζωγράφος και συνάμα πειθαρχημένος ασκητής, μελέτησε και κατανόησε, όσο κανείς σύγχρονος καλλιτέχνης, τη ζωγραφική πειθαρχία της πολυγνώτειας χρωματικής κλίμακας (κεραμιδί, ώχρα, μαύρο, άσπρο) και, διατρέχοντας αναδρομικά την ιστορία της τέχνης, μαγεύτηκε εξίσου από την επίσης θρυλούμενη προοπτική και οπτική απάτη της ζωγραφικής του Αγαθάρχου· στο πεδίο της ζωγραφικής η δική του ύβρις ήταν αυτή: Προσπάθησε το αδύνατο, να είναι στη ζωγραφική του Πολύγνωτος και Αγάθαρχος ή ─αν θέλετε─ Σπαθάρης και Caravaggio ή Matisse και Courbet· να ζωγραφίζει δηλαδή την πραγματικότητα μόνο με χρώματα πειθαρχημένα στην επιφάνεια του καμβά, στις δυο του διαστάσεις, βιάζοντας όπως είπε, την προοπτική, και ─παράλληλα ή ενaλλακτικά─ να ζωγραφίζει με κιαροσκούρο, διαπερνώντας, βιάζοντας την επιφάνεια με την οφθαλμαπάτη του βάθους, σεβόμενος την προοπτική – να κάτι καθοριστικό στην όλη πορεία του, που τον φέρνει εγγύτερα στην αντίστοιχη ζωγραφική παλινδρόμηση του Picasso παρά στη δισδιάστατη συνέπεια του Matisse.

Ευριπίδης, Τρωάδες
Μακέτα σκηνικού και κοστουμιών,
1977
Λάδι σε χαρτί, 72,5 x 98,4 εκ.
Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, αρ. ευρ. 690

Το μάτι του δε χόρτασε ποτέ να παρατηρεί την πραγματικότητα ούτε ικανοποιήθηκε ποτέ από τις δημιουργίες του χεριού του και, κάτω από αυτή την ανελέητη αυτοκριτική, σπρωγμένος από την εσωτερική του αναζήτηση, επιδίωξε όχι το υψηλό, αλλά το ύψιστο, το τέλειο. Η ζωγραφική, είχε πει στον Γιώργο Πετρή, όπως όλες οι μεγάλες προσπάθειες του ανθρώπου είναι μια έκφραση της αιώνιας πάλης για το απόλυτο, που συγκινεί κάθε ζωντανό πλάσμα· στην ίδια συνέντευξη θα δηλώσει ότι το θέμα της ζωγραφικής για μένα είναι η απόλυτη επαφή του ανθρώπου με τα πράγματα. Η αλήθεια και το απόλυτο ─θα ισχυριστεί αργότερα─ είναι ο σκοπός ο ίδιος των λιγόζωων ανθρώπων. Από αυτή την ομολογία, αν δε θέλουμε να χαθούμε σε ατέρμονες επιφανειακές περιγραφές, μπορούμε να εισχωρήσουμε, να ψηλαφίσουμε τη διαρκή αγωνία του, του ίδιου και του ζωγραφικού του έργου – να εντοπίσουμε δηλαδή το αείζωον πυρ, το απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα της όλης αναζήτησής του...»



Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910 και φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929-35). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931-34), που τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε τη λαϊκή αρχιτεκτονική κι ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και 'Αγγελο Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.

Στα 1935-6 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σ' επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς, ο Τζιακομέτι κ.ά. Το 1938, δύο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα. Το 1940 επιστρατεύτηκε κι υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το 1947 πραγματοποίησε δύο ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το 1951 εξέθεσε σε Παρίσι και Λονδίνο και το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Νέας Υόρκης. Το 1956 υπήρξε υποψήφιος για το Βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το 1958 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας.

Το 1967 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1982 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι, στο σπίτι του, που ο ίδιος το μετέτρεψε, παραχωρώντας τη προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του. Σημαντική υπήρξε κι η ενασχόληση του με τη σκηνογραφία. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο του θεάτρου το 1928 φιλοτεχνώντας τα σκηνικά και τα κουστούμια για τη Πριγκίπισσα Μαλένα του Μέτερλιγκ. Το 1934 με τη δουλειά του στην Ερωφίλη του Χορτάτζη σηματοδοτείται η έναρξη συνεργασίας με τον Κάρολο Κουν. Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα.

Η Μελίνα Μερκούρη με τον Γιάννη Τσαρούχη

Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση, με δική του διδασκαλία και σκηνογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, τη μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για τη τέχνη. Μετά την πολύχρονη παραμονή του στο Παρίσι εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1980, μέχρι το τέλος της ζωής του. Υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του '30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της ελληνικότητας με το ιδίωμα του μοντερνισμού. Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε τη μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του '50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος. Πέθανε στην Αθήνα το 1989, σε ηλικία 79 ετών.