13/5/15

ΝΙΚΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ 1874-1933

Νίκος Δραγούμης, ο ζωγράφος 1874-1933

Κείμενα: Μάρκος Φ. Δραγούμης, Φίλιππος Στ. Δραγούμης, Νίκος Π. Παΐσιος
Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2015
221 σελ. με 220 έγχρωμες και 42 α/μ εικόνες
ISBN 978-960-250-641-7
Τιμή 35,00 € / στο βιβλιοπωλείο μας 31,50 €



 
Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στον εκθεσιακό χώρο του Μεγάρου Εϋνάρδου (7 Μαΐου έως 18 Ιουλίου 2015). Ο Νίκος Δραγούμης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1874. Ήταν πρωτότοκος γιος του Στέφανου Δραγούμη (ο οποίος έγινε πρωθυπουργός το 1910) και αδελφός του πολιτικού και συγγραφέα Ίωνα Δραγούμη. Αφού ολοκλήρωσε το εξατάξιο γυμνάσιο, πήγε το 1891 στο Παρίσι για να προετοιμαστεί για τις εισιτήριες εξετάσεις στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Τελικά θα αποτύχει στις εξετάσεις, αλλά θα παραμείνει στη Γαλλία (με μικρότερα ή μεγαλύτερα διαλείμματα) για είκοσι χρόνια. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Σορβόννης, από όπου θα αποφοιτήσει στα τέλη του 1897.

Θα εγκαταλείψει όμως τα νομικά, που ποτέ δεν αγάπησε, για να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Παρακολουθεί μαθήματα στην ιδιωτική σχολή τέχνης Académie Julian για δυο χρόνια (από τον Οκτώβριο του 1899 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1901). Στη Julian θα συνδεθεί στενά με τον Ωγκύστ Σαμπώ, ζωγράφο από το Γκραβεζόν της Προβηγκίας, και από τον Σαμπώ, πιθανότατα, θα γνωριστεί με τον άλλο επιστήθιο φίλο του, τον ζωγράφο Ζαν Μπαλτύς. Από το 1903, και μετά από εκτεταμένες πεζοπορικές περιπλανήσεις (θα γυρίσει όλο σχεδόν το νότο της Γαλλίας, και αφού διαβεί τα Πυρηναία μέχρι τη Βαρκελώνη), θα εγκατασταθεί για μεγάλα διαστήματα στο Γκραβεζόν, όπου, κατά περιόδους, θα συμπήξει με τους Μπαλτύς και Σαμπώ ένα ιδιαίτερο εργαστήριο, ένα είδος αδελφότητας ζωγραφικής. Στα χρόνια του Γκραβεζόν ανήκει και ο μεγαλύτερος όγκος των έργων του Δραγούμη που έχουν φτάσει ως εμάς.

Από εκεί θα φύγει τον Οκτώβριο του 1911, βαριά χτυπημένος από την πρώτη κρίση του ψυχικού νοσήματος που θα τον βασανίζει μέχρι το τέλος της ζωής του. Πέθανε το 1933, μετά από εικοσαετή εγκλεισμό σε ψυχιατρεία στη Γενεύη και την Αθήνα. Τον Φεβρουάριο του 1941, ο Ζαν Μπαλτύς σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Ο Νίκος Δραγούμης, με τον οποίο είχα την τύχη να συγκατοικήσουμε στο Γκραβεζόν, ήταν ένας από εκείνους τους γνήσιους καλλιτέχνες, τόσο αυθεντικός όσο ο Βαν Γκογκ και ο Γκωγκέν». «Έλληνα Βαν Γκογκ» τον χαρακτήριζε και ο Δημήτρης Πικιώνης το 1963.

Ο αδελφός του Φίλιππος Δραγούμης έγραψε γι’ αυτόν: «Ο Νίκος, άκακος, ευγενικός κι αξιαγάπητος άνθρωπος, αν κι επαναστατικής ιδιοσυγκρασίας –και κάποτε θυμώδης- είναι πιθανόν ο πρώτος που έφερε στην Ελλάδα την ιμπρεσιονιστική τεχνοτροπία και το χωρίς βαθμιαία φωτοσκίαση σχεδόν διακοσμητικό σχεδίασμα με νερόχρωμα και gouache (πηχτό συνήθως άσπρο χρώμα) πάνω σε σκοτεινό αδρό χαρτί (στρατσόχαρτο). […] Ήταν φιλόσοφος, στωικός, κάθε άλλο όμως παρά αυστηρός, αντίθετα χαρούμενος, αμέριμνος και ειρωνικός, χωρίς κακία, που αγαπούσε στο έπακρο την ελευθερία και που μισούσε κάθε συμβιβασμό ηθικό και κοινωνικό, κάθε υποκρισία και κάθε επιτήδευση, που λάτρευε τη φύση κι απεχθανόταν θανάσιμα τις λεγόμενες προόδους της τεχνικής και της μηχανικής. Υπεραγαπούσε την ελεύθερη φύση και προσπαθούσε με μεγάλη ασκητικότητα να προσαρμόζεται στους φυσικούς νόμους. Δεν τον ένοιαζε τι λέγουν ή τι κάνουν οι αστοί, ή μάλλον με τα φερσίματα και το ντύσιμό του περιφρονούσε και κορόιδευε τους συμβατικούς των κανόνες ζωής και τρόπους συμπεριφοράς, αν και πάντα το έκανε με ευγένεια, χωρίς να τους προσβάλλει και χωρίς κακία για κανένα. Αγαπούσε την απλοϊκή κι αβίαστη φυσικότητα των χωρικών, τον εύρωστο κι ανεπηρέαστο από το μηχανικό πολιτισμό τρόπο ζωής των κοντά στην ελεύθερη φύση. […] Ο Νίκος ποτέ δε θέλησε να πουλήσει κανένα του πίνακα, γιατί πίστευε πως η αληθινή τέχνη είναι ιερή και μη εμπορεύσιμη. Επίσης πως δεν είναι σωστό με την τέχνη να επιδιώκεται η απόδειξη καμμιάς ιδέας ή θεωρίας μη αυστηρά καλλιτεχνικής. Ήταν οπαδός της αρχής του L’ art pour l’ art, του ότι δηλαδή η τέχνη αποτελεί απλή έκφραση του ψυχικού αισθητικού κόσμου του καλλιτέχνη και τίποτε περισσότερο».





Δεν υπάρχουν σχόλια: